- ὑπερέγχριστος
- ὑπερέγχριστος, ον,A for smearing on above, of an eye-salve, Cass. Fel.29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερέγχριστος — ον, Α (για αλοιφή τών ματιών) αλειμμένος επάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἔγχριστος (για φάρμακο) «αυτό που αλείφεται»] … Dictionary of Greek